ισορροπώ

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσορροπῶ, -έω) ισόρροπος
1. έχω ισορροπία
2. εξουδετερώνω αντίθετες δυνάμεις, αντισταθμίζω
νεοελλ.
(η μετχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ισορροπημένος, -η, -ο
αυτός που έχει διανοητική ισορροπία, λογικός, μετρημένος.