ισχιαλγικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰσχιαλγικός, -ή, -όν) ισχιαλγία
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ισχιαλγία
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισχιαλγία («ισχιαλγικός πόνος»).
-ή, -ό (Α ἰσχιαλγικός, -ή, -όν) ισχιαλγία
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ισχιαλγία
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισχιαλγία («ισχιαλγικός πόνος»).