καθαριστής

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A tree-pruner, Gloss.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καθαρίστρια (Α καθαριστής) καθαρίζω
νεοελλ.
αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το καθάρισμα σπιτιού, γραφείου κ.λπ.
αρχ.
αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.