καβειρικός
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α καβειρικός, -ή, -όν, θηλ. και καβειριάς, -άδος) Κάβειροι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Καβείρους.
-ή, -ὁ (Α καβειρικός, -ή, -όν, θηλ. και καβειριάς, -άδος) Κάβειροι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Καβείρους.