καθολικίζω

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. της μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό].