μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. της μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό].