κακομούτρης
Greek Monolingual
ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικο
αυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μούτρο].
ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικο
αυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μούτρο].