κακοφημία

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ἡ,

   A qvil report, ἡ ἐκ τῶν πολλῶν κ. Ael.VH3.7.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, das üble Gerücht, ἡ ἐκ τῶν πολλῶν κ. Ael. V. H. 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφημία: ἡ, κακὴ φήμη, ἡ ἐκ τῶν πολλῶν κακοφημία, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais bruit, médisance.
Étymologie: κακός, φήμη.

Greek Monolingual

η (Α κακοφημία) κακόφημος
κακή φήμη, κακό όνομα.