κακοειδής

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ές,

   A ill-featured, D.C.78.9 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1300] ές, von schlechtem Ansehen, häßlich, D. Cass. 78, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοειδής: -ές, κακὴν μορφὴν ἔχων, ἄσχημος, δυσειδής, Δίων Κ. 78. 9.

Greek Monolingual

κακοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή όψη, άσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ειδής (< εἶδος.