η (Μ καμακιά) καμάκιχτύπημα με καμάκινεοελλ.το αποτέλεσμα της προσπάθειας νεαρού ερωτύλου να προσελκύσει μια γυναίκα («σήμερα είχε [ή έκανε] μια καλή καμακιά».