καμακιά

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ καμακιά) καμάκι
χτύπημα με καμάκι
νεοελλ.
το αποτέλεσμα της προσπάθειας νεαρού ερωτύλου να προσελκύσει μια γυναίκασήμερα είχε [ή έκανε] μια καλή καμακιά».