καταισχυντήρ

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A dishonourer, δόμων A.Ag.1363.

German (Pape)

[Seite 1351] ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Entehrende, δόμων Aesch. Ag. 1336.

Greek (Liddell-Scott)

καταισχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. αἰσχυντήρ, δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui déshonore, gén..
Étymologie: καταισχύνω.

Greek Monolingual

καταισχυντήρ, ὁ (Α) καταισχύνω
αυτός που βρίζει, που ατιμάζει.