κατάγρημι

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

Aeol.

   A = καθαιρέω, Sapph.43, Alc.Supp.16.9; imper. κατάγρεντον IG12(2).6.15 (Mytilene): irreg. Pass. part. καταγρόμενος Theoc.Ep.3.6 (dub. l.).

Greek Monolingual

κατάγρημι (Α)
καταγρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. του καταγρῶ].