καταμάσσω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

   A wipe off, Hld.1.2, Palaeph. in Westermann Μυθογράφοι p.310; wipe, τὰς Χεῖρας EM587.48, cf. PMag.Osl.1.213:—Med., Luc.Asin.10.    2 rub, shampoo after a bath, Edict.Diocl.7.75 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1362] abwischen, Sp. – Med. bei Luc. Asin. 10.

Greek (Liddell-Scott)

καταμάσσω: ἀποσπογγίζω, Μαλαλ. σ. 32 Δινδ., «ψήχειν, καταμάσσειν, τρίβειν, ξύειν», τὸ σταῖς, ᾧ κατέμασσον τὰς χεῖρας Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 48., 818. 43· οὕτω μέσ. καταμάττου, Λουκ. Ὄν. 10. «καταμαξάμενος· ἀπομορξάμενος» Ἡσύχ.

Spanish

frotar

Greek Monolingual

καταμάσσω (Α)
σπογγίζω, σκουπίζω καλά, στεγνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μάσσω «σκουπίζω»].