καταλληλότητα

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM καταλληλότης) κατάλληλος
η ιδιότητα του κατάλληλου, η ύπαρξη τών απαραίτητων προσόντων ή ιδιοτήτων για κάτι
αρχ.
γραμμ. η ορθή διατύπωση.