κατάγγελος

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ὁ,

   A = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144 (nisi leg. κακ-).

German (Pape)

[Seite 1341] ὁ, Ankündiger, Bote, Sp. Bei Diosc. eine Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγγελος: ὁ, ἡ, ὁ προκηρύττων, ἀναγγέλλων, Πλούτ. 2. 241Β (ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ κακάγγελος). ΙΙ. ἕτερον ὄνομα τῆς ἀγρίας μυρσίνης, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 146.

Greek Monolingual

κατάγγελος, ὁ (Α)
1. ο καταγγελεύς
2. το φυτό μυρσίνη η αγρία.