κατάσεισις

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shaking, Hp.Art.43; τῆς κεφαλῆς Gal.10.1019.

German (Pape)

[Seite 1377] ἡ, das Erschüttern, Durchschütteln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσεισις: -εως, ἡ, τὸ κατασείειν, βίαιον σείσιμον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· κ. τειχῶν Κ. Πορφύρ.

Greek Monolingual

κατάσεισις, ἡ (Α) κατασείω
βίαιη κίνησηκατάσεισις τῆς κεφαλῆς», Γαλ.).