καταπαλτός

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ή, όν,

   A hurled down, ἐξ αἰθέρος ὕδωρ A.ap.Aristid.Or. 36(48).53.

Greek Monolingual

καταπαλτός, -ή, -όν (Α) καταπάλλομαι
αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη.