καταχραστής

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο και θηλ. καταχράστρια
1. αυτός που ιδιοποιείται ξένα χρήματα τα οποία του έχουν εμπιστευθεί
2. μτφ. αυτός που κάνει κατάχρηση της εμπιστοσύνης ή της καλοσύνης κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεχράσθην, νεώτ. αόρ. του καταχρῶμαι «σφετερίζομαι». Η λ. μαρτυρείται από το 1839].