καυματίας
English (LSJ)
masc. Adj.,
A burning hot, of the sun, Thphr.Sign.11, 26, al.
German (Pape)
[Seite 1408] ὀ, dasselbe, ἥλιος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καυματίας: ὁ, καίων, καυστικός, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Θεοφρ. Σημ. 1. 11., 2.1., 1., 4. 1· πρβλ. κλιματίας.