κερατωνία

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἡ,

   A = κερωνία, κερατέα, carob-tree, Ceratonia Siliqua, Gal. 12.23, Aët.1.201, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1422] ἡ, = κερατέα, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερατωνία: ἡ, = κερατέα, Γαλην., ΧΙΙΙ, 189C, Ἀέτ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερατωνία, ἡ (Α)
το δέντρο κερατέα, η χαρουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών κερατέα και κερωνία.