κεραυνίας

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A thunder-stricken, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1422] ὁ, vom Donnerkeil getroffen, Hesych.; – λίθος, Donnerstein.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνίας: -ου, ὁ, ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, «κεκεραυνωμένος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κεραυνίας, ὁ (Α) κεραυνός
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.