φορέω
English (LSJ)
Ep. subj. 3sg.
A φορέῃσι Od.5.328, 9.10; Ep. inf. φορῆναι (as if from *φόρημι) Il.2.107, 7.149, Od.17.224; φορήμεναι Il.15.310: impf. ἐφόρεον(-εο- syniz.) Od.22.456, 3sg. ἐφόρει Il.4.137; Ion. φορέεσκον 2.770, 13.372: fut. φορήσω Scol.9 (cf. Ar.Lys.632), X.Vect.4.32; later φορέσω LXX Pr.16.23: aor. ἐφόρησα IG42(1).121.95 (Epid., iv B. C.), Call.Dian. 213, Ep. φόρησα Il.19.11, (δια-, ἐκ-) Is.6.43,42; later ἐφόρεσα LXX Si.11.5, f.l. in Is.4.7, Aristid.Or.48(24).80, Sammelb.7247.33 (iii/iv A. D.):—Med., fut. φορήσομαι Hsch.; in pass. sense, Plu.2.398d: aor. ἐφορησάμην (ἐξ-) Is.6.39:—Pass., Aeol. pres. φορήμεθα Alc.18.4: aor. ἐφορήθην (ἐν-) Plu.2.703b: pf. πεφόρημαι Pl.Ti.52a; plpf. πεφόρητο Orph.A.816:—Frequentat. of φέρω, implying repeated or habitual action, ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.770, cf. 10.323; τά τε νῆες φορέουσι Od.2.390; of a slave, ὕδωρ ἐφόρει 10.358, cf. Il.6.457; μέθυ οἰνοχόος φ. Od.9.10; θαλλὸν ἐρίφοισι φ. 17.224; of the wind, bear to and fro, bear along, ἄνεμος ἄχνας φορέει Il.5.499, cf. 21.337, Od.5.328; σώματα . . κύμαθ' ἁλὸς . . φορέουσι 12.68; τόφρα δέ μ' αἰεὶ κῦμα φ. 6.171; so ἀγγελίας ἐφόρεε conveyed messages habitually, served as a messenger. Hdt.3.34 (nisi leg. ἐσεφόρεε) ; φ. θρεπτήρια, of Oedipus carrying about food in a wallet, like a beggar, S.OC1262; λόγχαν ἔτη ἐφόρησε ἓξ ἐν τᾷ γνάθῳ IG42(1).121.95 (Epid . . iv B. C.): abs., ἐγ γαστρὶ ἐφόρει τρία ἔτη was pregnant, ib. 14:—Pass., v. infr.11. 2 most commonly of clothes, armour, and the like, bear constantly, wear, [σκῆπτρον] ἐν παλάμῃς φ. δικασπόλοι Il. 1.238; μίτρης ἣν ἐφόρει 4.137; θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε 13.372, cf. Od.15.127, Hdt.1.71, etc.; φ. ἐσθήματα S.El.269; στολάς Id.OC 1357; ζεῦγος ἐμβάδων Ar.Eq.872; ἱμάτιον Id.Pl.991, Pl.Tht.197b; δακτύλιον Ar.Pl.883. 3 of features, qualities, etc., of mind or body, possess, hold, bear, ἀγλαΐας φ. to be pompous or splendid, Od.17.245; φ. ὄνομα S.Fr.658; ἦθος Id.Ant.705; δόξαν Arch.Pap. 1.220 (ii B. C.); ἕνα γομφίον μόνον φ. Ar.Pl.1059; γλῶτταν Pl.Com. 51; ἀπόνοιαν φορεῖς you are mad, PGrenf.1.53.15 (iv A. D.); with gen. or adj. added, σκέλεα φ. γεράνου Hdt.2.76; ἰσχυρὰς φ. τὰς κεφαλάς Id.3.12, cf. 101; ποδώκη τὸν τρόπον φ. Trag.Adesp.519; γένειον διηλιφὲς φ. S.Fr.564; ὑπόπτερον δέμας φ. E.Hel.619; λῆμα θούριον φ. Ar.Eq.757; ῥύγχος φ. ὕειον Anaxil.11; καλάμινα σκέλη φ. Pl. Com.184; ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φ. Com.Adesp.208; τὸ στόμ' ὡς κομψὸν φ. Alex.98.21 (troch.). 4 bear, suffer, Phld.Lib.pp.59,62O. (dub. l. in both), Plu.2.692d, Opp.C.1.298. 5 of Time, extend, last, ἃ φορεῖ ἐπὶ ἡμέρας δεκαπέντε dub. sens. in PFlor.384.54 (v A. D.). II Pass., to be borne along, ἐν ῥοθίοις A.Th. 362 (lyr.); φορούμενος πρὸς οὖδας S.El.752; κόνις δ' ἄνω φορεῖθ' ib. 715; ἄνω τε καὶ κάτω φ. E.Supp.689; πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. Id.Hec.29, cf. Plu.2.398d; πεφορημένον ἀεί always in motion, Pl.Ti. 52a: hence, to be storm-tossed, νᾶϊ φορήμεθα σὺν μελαίνᾳ Alc.18.4, cf. Ar.Pax144; ποσσὶ φ. Theoc.1.83, cf. Bion 1.23: metaph., δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Pl.Epin.976a. 2 to be carried away, Th.2.76; simply, to be shifted, Dam.Pr.293. III Med., fetch for oneself, fetch regularly, E.El.309; λευκανίηνδε φορεύμενος putting food into one's mouth, A.R.2.192.