κλιμακισμός

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ὁ,

   A = κλῖμαξ 111, Hsch. (-ίσκοι cod.).

German (Pape)

[Seite 1453] ὁ, ein Kunstgriff der Ringer, die sich auf den Rücken des Gegners schwangen, um ihn zum Falle zu bringen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκισμός: ὁ, εἶδος παλαιστικοῦ τεχνάσματος, Ἡσύχ.· πρβλ. κλῖμαξ ΙΙ.

Greek Monolingual

κλιμακισμός, ὁ (Α) κλιμακίζω
είδος τεχνάσματος στην πάλη, η κλίμαξ.