ίδος, ἡ,
A urn for casting lots or votes, Sch.Ar.V.672, 750.
κληρωτρίς: -ίδος, ἡ, ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐνέβαλλον τὰς ψήφους οἱ δικασταί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672, 750, Σουΐδ. (ὁ τύπος κληρωτὶς μεταγεν.).
κληρωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)η κληρωτίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής.