κληρωτρίς

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A urn for casting lots or votes, Sch.Ar.V.672, 750.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτρίς: -ίδος, ἡ, ἀγγεῖον εἰς ὃ ἐνέβαλλον τὰς ψήφους οἱ δικασταί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 672, 750, Σουΐδ. (ὁ τύπος κληρωτὶς μεταγεν.).

Greek Monolingual

κληρωτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
η κληρωτίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής.