κομμιοτυπικός

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει ληφθεί με τη μέθοδο της κομμιοτυπίας
2. φρ. «κομμιοτυπικό χαρτί» — χαρτί κολλαρισμένο με αραβική γόμμα ή ιχθυόκολλα που περιέχει λίγο διχρωμικό κάλι και κατάλληλη ποσότητα χρώματος υδατογραφίας.