κοπία

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ἡ,

   A rest from toil, Hsch. (pl.); but, = Lat. labor, Serv.Dan.ad Virg.G.1.150.

German (Pape)

[Seite 1482] ὴ, das Ermüden, Nachlassen, Hesych. erkl. ἡσυχία.

Greek (Liddell-Scott)

κοπία: ἡ, «κοπίαι· ἡσυχίαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κοπία, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ανάπαυση, ξεκούραση, ησυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].