κοραλλικός

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ή, όν,

   A like coral, Ps.-Democr.Alch.p.56 B.; cf. κορωλλικός.

Greek Monolingual

κοραλλικός, -ή, -όν (Α) κοράλλιον
αυτός που μοιάζει με κοράλλι.