κορβᾱν (Α)άκλ. προσφορά στον θεό, ανάθημα, αφιέρωμα («κορβᾱν, ὅ έστι δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῡ ὠφεληθῇς», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. korvan «δώρο»].