κορβέτα

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο, ενδιάμεσης κατηγορίας μεταξύ φρεγάτας και μπρικιού, που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για ανίχνευση ή και για δευτερεύουσες αποστολές
2. σύγχρονο μικρό και ελαφρά εξοπλισμένο πολεμικό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corvetta].