κόρυμνα

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   A necklace, Hsch.

Greek Monolingual

κόρυμνα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις γυναικεῑος περιτραχήλιος», περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].