κοχλασμός

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο κοχλάζω
ο κρότος που παράγεται από ισχυρό βρασμό υγρού κατά την αθρόα έκλυση φυσαλλίδων του ατμού του.