κυματανάπαλση

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η εκ περιτροπής ύψωση και υποβίβαση του νερού, το ανεβοκατέβασμα του νεροῡ λίμνης ή κλειστής θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + ἀνά-παλση (< ἀνα-πάλλομαι)].