λαθυρίς

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A caper spurge, Euphorbia Lathyris, Dsc.4.166, Gal. 12.56, 14.208, al.

German (Pape)

[Seite 6] ίδος, ἡ, eine Pflanze, eine Art Wolfsmilch, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λαθυρίς: -ίδος, ἡ, εἶδος τιθυμάλου («γαλατσίδας»), Διοσκ. 4. 167, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
tithymale ou épurge, plante.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

λαθυρίς, -ίδος, ἡ (Α) λάθυρος
το φυτό ευφορβία.