μοιχοσύνοδος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

μοιχοσύνοδος: σύνοδος ὑποστηρίζουσα τὴν μοιχείαν, ἡ σύνοδος ἡ ἐγκρίνασα καὶ κυρώσασα τὸν γάμον Κωνσταντίνου τοῦ ϛʹ μετὰ τὴς Ζωῆς, Στουδ. 1020D.

Greek Monolingual

μοιχοσύνοδος, ἡ (Μ)
(για τη σύνοδο που ενέκρινε και επικύρωσε τον τέταρτο γάμο του Κωνσταντίνου ΣΤ) η σύνοδος που υποστηρίζει τη μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + σύνοδος.