μεσαφέτης

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μεσαφέτης, ὁ (ΑM)
(για άλογα ή για μονομάχους) αυτός που αφήνεται στο μέσο του ιπποδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + ἀφέτης (< ἀφίημι), ανεμ-αφέτης, ταυρ-αφέτης].