μεσαφέτης, ὁ (ΑM)(για άλογα ή για μονομάχους) αυτός που αφήνεται στο μέσο του ιπποδρόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + ἀφέτης (< ἀφίημι), ανεμ-αφέτης, ταυρ-αφέτης].