μοιχουργός
Greek Monolingual
μοιχουργός, ὁ (Μ)
ο πρωτουργός μοιχείας ή αυτός που βοηθεί, που συνεργεί στη μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -ουργός].
μοιχουργός, ὁ (Μ)
ο πρωτουργός μοιχείας ή αυτός που βοηθεί, που συνεργεί στη μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -ουργός].