μαρμάρειος
English (LSJ)
α, ον, = sq., Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμάρειος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαρμάρειος, -εία, ον (Α)
βλ. μαρμάρεος (I).
α, ον, = sq., Hsch.
μαρμάρειος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.
μαρμάρειος, -εία, ον (Α)
βλ. μαρμάρεος (I).