λαχανευτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., POxy.43viii 12 (iii A.D.), 1139.2 (iv A.D.).
Greek Monolingual
λαχανευτής, ὁ (Α) λαχανεύω
λαχανοπώλης.
οῦ, ὁ, = foreg., POxy.43viii 12 (iii A.D.), 1139.2 (iv A.D.).
λαχανευτής, ὁ (Α) λαχανεύω
λαχανοπώλης.