τό, =
A holerarium, Gloss.
[Seite 19] τό, dim. von λάχανον, Gloss.
λᾰχᾰνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λάχανον, olerarium, Γλωσσ.
λαχανάριον, τὸ (Α)μικρό λάχανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + κατάλ. -άριον (< λατ. κατάλ. -arium)].