λεπτοκάρυο

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και λεφτόκαρο, το (AM λεπτοκάρυον, Μ και λεφτοκάρυον και λεπτόκαρον και λεφτόκαρον και λεπτοκάρυ και λεφτοκάρυ)
ο καρπός του φυτού λεπτοκαρυά, το φουντούκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + κάρυο «καρύδι»].