λευκάντυξ

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ῠγος, ἡ,

   A bright-orbed, of the moon, Doroth. ap. Heph.Astr.3.20.

Greek Monolingual

λευκάντυξ, -υγος, ἡ (Α)
(για τη σελήνη) αυτή που έχει γύρω της λευκό κύκλο, λαμπρή άντυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄντυξ «περιφέρεια κύκλου»].