οῦ, ὁ,
A one who stones, A.D.Adv.135.25.
[Seite 44] ὁ, der Steiniger, Sp.
λῐθαστής: -οῦ, ὁ, ὁ λιθοβολῶν, Θεοδ. Προδρ. Ἐπιγράμμ. σ. 210, 8f, ἔκδ. Souvigny, Ἐκκλ.
λιθαστής, ὁ (ΑM) λιθάζωαυτός που λιθοβολεί.