λιμενοποιία

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενοποιία: ἡ, ἡ κατασκευὴ λιμένων, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 87· -ποιικός, ή, όν, ἀνήκων εἰς λιμενοποιίαν, Φίλων Βελοπ. 49.

Greek Monolingual

λιμενοποιΐα, ἡ (Μ)
η κατασκευή λιμανιού.