λικροί

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

οἱ ὔζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Hsch. (also λεκροί Id.). λίκτης, ου, ὁ, (λείχω)

   A one that licks, Gloss. (better λείκτης).

Greek (Liddell-Scott)

λικροί: οἱ, οἱ ὄζοι, ἤτοι κλάδοι τῶν ἐλαφείων κεράτων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λικροί και λεκροί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. λέχριος].