λοίμωξη

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η λοιμώσσω
το σύνολο τών φαινομένων που ακολουθούν την προσβολή ενός οργανισμού από μικροβιακό παράγοντα, περισσότερο ή λιγότερο λοιμογόνο.