λυτρωτήριος
Greek (Liddell-Scott)
λυτρωτήριος: -α, -ον, ἀπολυτρώνων, σωτήριος, Χρον. Πάσχ. σ. 18, 20.
Greek Monolingual
-α -ο (Μ λυτρωτήριος, -ία, -ον) λυτρωτής
σωτήριος.
λυτρωτήριος: -α, -ον, ἀπολυτρώνων, σωτήριος, Χρον. Πάσχ. σ. 18, 20.
-α -ο (Μ λυτρωτήριος, -ία, -ον) λυτρωτής
σωτήριος.