μαζονομεῖον
English (LSJ)
τό, = sq., Ar.Fr.417, Pl.Com.162:—also μαζο-νόμιον, Callix. 2.
Greek Monolingual
μαζονομεῑον και μαζονόμιον, τὸ (Α)
βλ. μαζονόμον.
τό, = sq., Ar.Fr.417, Pl.Com.162:—also μαζο-νόμιον, Callix. 2.
μαζονομεῑον και μαζονόμιον, τὸ (Α)
βλ. μαζονόμον.