μαγείρισσα
English (LSJ)
ἡ, fem. of sq., LXX 1 Ki.8.13.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγείρισσα: ἡ, θηλυκ. τύπος τοῦ μάγειρος, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. η΄, 13).
Greek Monolingual
η (AM μαγείρισσα)
βλ. μάγειρος.
ἡ, fem. of sq., LXX 1 Ki.8.13.
μᾰγείρισσα: ἡ, θηλυκ. τύπος τοῦ μάγειρος, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. η΄, 13).
η (AM μαγείρισσα)
βλ. μάγειρος.