μαραντικός

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ή, όν,

   A wasting away, πόθος Sch.rec.A. Pers.59.    II withered, γέρων Phryn.PSp.57 B.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰραντικός: -ή, -όν, ὁ μαραίνων, πόθος Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, κατάξηρος, κατεσκληκώς, γέρων Α. Β. 32.

Greek Monolingual

μαραντικός, -ή, -όν (Α) μαραίνω
1. αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει
2. μαραμένος, αδύνατοςγέρων ῥυσὸς καὶ μαραντικός», Φρύν.).