μαξιλαροθήκη

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
το υφασμάτινο εξωτερικό περίβλημα του μαξιλαριού, η θήκη του μαξιλαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].