later form of sq., Milet.3.148.54 (ii B. C.), D.S.2.57, A.D.Adv.191.13 (Pass.): μεθιστάω, D.S.18.58.
[Seite 113] = Folgdm, D. Sic. 2, 57, N. T.
μεθιστάνω: μεταγενέστ. τύπος τοῦ ἑπομ., Διόδ. 2. 57· μεθιστάω, ὁ αὐτ. 18. 58.
μεθιστάνω (Α)βλ. μεθίστημι.